ποταίνι'

ποταίνι'
ποταίνια , ποταίνιος
fresh
neut nom/voc/acc pl
ποταίνια , ποταίνιος
fresh
neut nom/voc/acc pl
ποταίνιε , ποταίνιος
fresh
masc voc sg
ποταίνιε , ποταίνιος
fresh
masc/fem voc sg
ποταίνιαι , ποταίνιος
fresh
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποταινί — recently indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταινί — και προταινί και βοιωτ. τ. προτηνί επίρρ. Α πρόσφατα, προ ολίγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ ται νί (ἡμέραι) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό, το θηλ. άρθρο ταί (επικός και ιων. τ. τού αἱ) και το μόριο νι (βλ. λ. νε), ενώ οι τ. ποταινί / ποταίνιος… …   Dictionary of Greek

  • ποταίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, και τ. ουδ. προταίνιον, Α 1. πρόσφατος, νέος 2. αυτός που συνέβη πρόσφατα 3. απροσδόκητος, αιφνίδιος 4. (το ουδ.) προταίνιον (με επίρρμ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «πρὸ μικροῦ» β) «παλαιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποταινί] …   Dictionary of Greek

  • προταινί — Α επίρρ. βλ. ποταινί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”